βιβρώσκω

βιβρώσκω
βιβρώσκω (Α)
Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω
II. (-ομαι)
1. τρώγομαι
2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι
3. (για ψωμί) μουχλιάζω
4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς, βεβρώσεται, βεβρώθοις), ενώ ο αρκετά μτγν. και σπάνια χρησιμοποιούμενος ενεστ. βιβρώσκω καθώς και το όλο ρηματικό σύστημα σχηματίστηκε μορφολογικά από θ. βρω- των προγενέστερων ρηματικών τύπων παρακμ. (βέβρωκα, βέβρωμαι), αόρ. (έβρων) και του ρηματικού επιθ. βρωτός. Το θ. βρω- προέρχεται είτε από μακρόφωνη μονοσύλλαβη ρίζα (< *gwr- < *gwr∂- < *gwer- «καταπίνω καταβροχθίζω»), είτε από δισύλλαβη ρίζα *βερη με μηδενισμένο το α' φωνήεν και ετεροιωμένο το β'. Το ίδιο θέμα απαντά πιθ. στο λιθ. gĭrtas «μεθυσμένος», αρχ. ινδ. gīrna- «καταβροχθισμένος» (βλ. και λ. βρωτός). Αξιοσημείωτο είναι ότι η απαθής βαθμίδα της μονοσύλλαβης ρίζας *gwer- απαντά στο αρμ. (αόρ.) e-ker «έφαγε», λιθ. geriu, gerti «πίνω», η ετεροιωμένη βαθμίδα στα βορά, λατ. voro «καταπίνω, καταβροχθίζω», αρχ. ινδ. jagāra, ενώ η ασθενής βαθμίδα στο αρχ. ινδ. girati.
ΠΑΡ. βρώμα, βρώσις
αρχ.
βρώμη, βρώμος, βρωσείω, βρωστήρ, βρωτήρ, βρωτύς.
ΣΥΝΘ. βιαβιβρώσκω, καταβιβρώσκω, υποβιβρώσκω
αρχ.
αναβιβρώσκω, αντιβιβρώσκω, αποβιβρώσκω, εκβιβρώσκω, επιβιβρώσκω, περιβιβρώσκω, προβιβρώσκω. Τέλος, σύνθετα με β' συνθετικό -βρως (< θ. βρω-): τριχόβρως (και -βρώς)
αρχ.
αβρώς, αλιβρώς, ανδροβρώς, βαρυβρώς, ημιβρώς, κρατοβρώς, νεοβρώς, οινοβρώς, σαρκοβρώς, σιδηροβρώς, χειροβρώς, ωμοβρώς
μσν.
παιδοβρώς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βιβρώσκω — eat pres subj act 1st sg βιβρώσκω eat pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβρωμένα — βιβρώσκω eat perf part mp neut nom/voc/acc pl βεβρωμένᾱ , βιβρώσκω eat perf part mp fem nom/voc/acc dual βεβρωμένᾱ , βιβρώσκω eat perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρώσῃ — βιβρώσκω eat aor subj mid 2nd sg βιβρώσκω eat aor subj act 3rd sg βιβρώσκω eat fut ind mid 2nd sg βρώσηι , βρῶσις meat fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβρωκότα — βιβρώσκω eat perf part act neut nom/voc/acc pl βιβρώσκω eat perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβρωμέναι — βιβρώσκω eat perf part mp fem nom/voc pl βεβρωμένᾱͅ , βιβρώσκω eat perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβρωμένον — βιβρώσκω eat perf part mp masc acc sg βιβρώσκω eat perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβρωμένων — βιβρώσκω eat perf part mp fem gen pl βιβρώσκω eat perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβρῶσθαι — βιβρώσκω eat perf inf mp βιβρώσκω eat perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβρώκειν — βιβρώσκω eat perf inf act (epic) βιβρώσκω eat plup ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβρώσῃ — βιβρώσκω eat perf part act fem dat sg (attic epic ionic) βιβρώσκω eat futperf ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”